ρευματόμετρο

ρευματόμετρο
το, Ν
1. όργανο για τη μέτρηση τής έντασης τού ηλεκτρικού ρεύματος, το αμπερόμετρο
2. ωκεαν. α) όργανο που μετρά την ταχύτητα και τη διεύθυνση τών θαλάσσιων ρευμάτων β) όργανο για τη μέτρηση τής ταχύτητας ροής τού νερού στους ποταμούς και στις διώρυγες, αλλ. ροόμετρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ρευματογράφος — ο, Ν ωκεαν. ρευματόμετρο εφοδιασμένο με συσκευή συνεχούς καταγραφής τής ταχύτητας και τής διεύθυνσης τών ρευμάτων …   Dictionary of Greek

  • ρεύματα θαλάσσια — Συνεχείς και με σταθερή διεύθυνση μετατοπίσεις μαζών νερού στους ωκεανούς· μπορούν να είναι οριζόντιες κινήσεις (είτε στην επιφάνεια είτε σε βάθος) ή κάθετες (με ανυψώσεις και καταβυθίσεις των μαζών νερού) και να παρουσιάζουν διεύθυνση, πλάτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”